- υδρογονανθρακικός
- -ή, -ό, Ν [υδρογονάνθρακας]χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους υδρογονάνθρακες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υδρογονανθρακικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στους υδρογονάνθρακες (βλ. λ.): Υδρογονανθρακικές έρευνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)